- άρρωστος
- -η, -οαυτός που πάσχει από κάτι, ο ασθενής: Δυο μήνες πάνε που είναι άρρωστος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἄρρωστος — weak masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρρωστος — η, ο (AM ἄρρωστος, ον) 1. ο αδύνατος, ο ασθενής 2. ο ψυχικά ασθενής νεοελλ. 1. μτφ. ο καταστενοχωρημένος, αυτός που δεν έχει διάθεση 2. ο παράλογος (π.χ. άρρωστη φαντασία, άρρωστος εγωισμός) αρχ. ο απρόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρώννυμαι (παθ … Dictionary of Greek
ἀρρωστότερον — ἄρρωστος weak adverbial comp ἄρρωστος weak masc acc comp sg ἄρρωστος weak neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστοτέρων — ἄρρωστος weak fem gen comp pl ἄρρωστος weak masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστότατον — ἄρρωστος weak masc acc superl sg ἄρρωστος weak neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρώστως — ἄρρωστος weak adverbial ἄρρωστος weak masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρρωστον — ἄρρωστος weak masc/fem acc sg ἄρρωστος weak neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστοτάτη — ἄρρωστος weak fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστοτέρους — ἄρρωστος weak masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρωστότατος — ἄρρωστος weak masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)